- παρασόλι
- τοομπρέλα για προφύλαξη από τον ήλιο, αλεξήλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. para-sole «αλεξήλιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
ομπρέλα — η (λ. ιταλ.), μέσο φορητό για την προφύλαξή μας από βροχή ή ήλιο, αλλ. παρασόλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)